Λίγο πριν σαλπάρει για την Ελλάδα με το Vulcania, ένα πλοίο που συνέδεε ακτοπλοϊκά Νέα Υόρκη και Τεργέστη με ενδιάμεσους σταθμούς τα λιμάνια της Λισσαβώνας, της Βαρκελώνης και της Πάτρας, ο Αμερικανός συγγραφέας Τρούμαν Καπότε είχε προλάβει να αλλάξει το όνομα της κεντρικής πρωταγωνίστριας στη νουβέλα του «Πρόγευμα στο Τίφανις» διορθώνοντας την τελευταία στιγμή τις σελίδες του δακτυλόγραφου με μολύβι. Η «Κόνι Γκούσταφσον» (αρχικό ονοματεπώνυμο του διάσημου call-girl) έμελλε να μείνει τελικά στην ιστορία ως «Χόλι Γκολάιτλι» και να ενσαρκωθεί λίγα χρόνια αργότερα από την Οντρεϊ Χέπμπορν στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Μπλέικ Εντουαρντς.
«Τελείωσα το σύντομο μυθιστόρημά μου “Πρόγευμα στο Τίφανις”. Το Bazaar θα το δημοσιεύσει στο τεύχος Ιουλίου –παρόλο που κάνουν πολλές κόνξες για τη γλώσσα σε κάποια σημεία, και φοβάμαι ότι θα μου την φέρουν αλλάζοντάς το την τελευταία στιγμή χωρίς να το ξέρω», αναφέρει ο Καπότε σ’ ένα γράμμα του τον Μάιο του ’58.
Οι διαπραγματεύσεις για την τύχη της νουβέλας συνεχίζονται ακόμα και μετά την άφιξή του στο νησί της Πάρου τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς: η φίλη του Καρμέλ Σνόου απολύεται, και το κείμενο, που κρίνεται τολμηρό από τον νέο αρχισυντάκτη, μεταπωλείται και δημοσιεύεται τελικά στο Esquire.
Αγναντεύοντας το Αιγαίο από το δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου «Μελτέμι» της Παροικιάς, ο Καπότε γράφει στον Μπένετ Σερφ, τον άνθρωπο που του είχε εξασφαλίσει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Random House: «Οσο ήμασταν στην Αθήνα, έλαβα ένα μεγάλο τηλεγράφημα από τον Κλέι Χιλ του Esquire: Εξακολουθεί να προσπαθεί για το “Πρόγευμα στο Τίφανις”. Και λίγο παρακάτω: Είμαστε σ’ ένα αρκετά απόμερο και μοναχικό μέρος που διάλεξα για να περάσουμε το καλοκαίρι (δεν υπάρχουν καθόλου άλλοι ξένοι, κτλ.). Αλλά είναι πολύ όμορφα, κι ελπίζω να είναι καλό μέρος για να δουλέψει κανείς: Γιατί, μα τον Θεό, δεν υπάρχει και τίποτα άλλο να κάνεις».
Κυκλαδίτικο ησυχαστήριο
Για τον Αμερικανό συγγραφέα η δεκαετία ’50 - 60 είναι μια περίοδος ταξιδιών και αναζήτησης. Από το Παρίσι και τη Ρώμη ώς το Πορτοφίνο και την Ταορμίνα, συνοδευόμενος από τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, επίσης συγγραφέα, Τζακ Ντάνφι (σύντροφο της ζωής του ώς το τέλος), ο Τρούμαν Καπότε γυρίζει την Ευρώπη αλλάζοντας τόπους, σπίτια και παραστάσεις.
Η Ελλάδα εντάσσεται στο ταξιδιωτικό πλάνο των δύο συγγραφέων, ενώ η Πάρος θα πρέπει να τους προτάθηκε ως κυκλαδίτικο ησυχαστήριο κατά το πέρασμά τους από την Αθήνα. Το νησί, αν εξαιρέσει κανείς κάποια σποραδικά αρνητικά σχόλια, περιγράφεται από τον Καπότε σαν επίγειος παράδεισος: «Ποτέ κανένα μέρος δεν μας άρεσε περισσότερο. Απόλυτα όμορφο. Μόνο ήλιος, θάλασσα και ηρεμία. Ούτε ένας τουρίστας. Η πόλη είναι κάτασπρη –με μπλε αυλές και τοίχους καλυμμένους με αναρριχητικά φυτά, και αυλές που για σκεπή έχουν κληματαριές– σαν μια καθαρή, κοραλλένια Κάσμπα».
Στην τετράμηνη διαμονή του στην Πάρο ο νεαρός Τρούμαν καταγίνεται με τη συγγραφή σχολίων για το φωτογραφικό λεύκωμα «Observations» του Richard Avendon, διαβάζοντας μανιωδώς Προυστ και Τσάντλερ. Παράλληλα, αρχίζει να τον απασχολεί μορφικά ένα μεγάλο έργο που, όπως ομολογεί στην αλληλογραφία του, έχει ήδη ξεκινήσει να γράφει. Ωστόσο, το «Answered Prayers» (περί αυτού πρόκειται) δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Μια ημιτελής εκδοχή του μυθιστορήματος θα κυκλοφορήσει μόνο μετά τον θάνατό του.
Ξενοδοχείο «Μελτέμι»
Καπότε και Ντάνφι νοικιάζουν τα δωμάτια 15 και 16 στο νεόδμητο ξενοδοχείο «Μελτέμι» της Παροικιάς, μια υψηλού επιπέδου τουριστική επιχείρηση της οικογένειας Καραδόντη, στην κατοχή της οποίας βρισκόταν εκείνη την εποχή και το αθηναϊκό «Acropole Palace». Στο κτίριο που στεγάζεται σήμερα το δημαρχείο Πάρου οι δυο τους θα περάσουν ένα ήσυχο καλοκαίρι χωρίς να δώσουν το παραμικρό δικαίωμα στην τοπική κοινωνία.
Η κ. Πόπη Σπαθιά, νεαρή τότε υπάλληλος του ξενοδοχείου, τους θυμάται να παίρνουν μόνοι τους πρωινό, με τον Καπότε να παρωδεί τις εύπορες Κολωνακιώτισσες των διπλανών δωματίων. Χαρακτήρας κλειστός και ευγενής, ο εσωστρεφής κουτσομπόλης του ’58 απέχει αρκετά απ’ την περσόνα που λίγα χρόνια αργότερα θα ξεσηκώσει την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης με το θρυλικό «Black and white ball», αλλά και τον λογοτεχνικό κόσμο με το non fiction αριστούργημά του «Εν ψυχρώ». Δεν συμμετέχει, όπως ο Ντάνφι, ούτε καν στα λιτά πάρτι της «Αλώνας» (ενός μικρού υψώματος δίπλα στο ξενοδοχείο), όπου η νεολαία της εποχής διασκεδάζει φλερτάροντας γύρω απ’ ένα ταπεινό ηλεκτρικό πικάπ.
Με την άφιξη του Σέσιλ Μπίτον, στενού φίλου του Καπότε, τον Αύγουστο, η παρέα της Πάρου μεγαλώνει. Ο σερ Σέσιλ Γουόλτερ Μπίτον, πολεμικός φωτογράφος κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φωτογράφος μόδας της βρετανικής Vogue αλλά και επίσημος φωτογράφος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας καταφτάνει στην Παροικιά για να τον συναντήσει. Ο Καπότε έχει φροντίσει να τον δελεάσει περιγράφοντάς του το μέρος ένα μήνα νωρίτερα: «Μένουμε σ’ ένα πολύ καθαρό και ευχάριστο ξενοδοχείο. [...] Ολα πολύ άνετα. Κι αν έρθεις –αν; πρέπει να έρθεις– θα κάνουμε καλούς διακανονισμούς για σένα. Ναι, πρέπει να έρθεις. Είναι ένα τέλειο μέρος για να ξεκουραστείς και να δουλέψεις και να κολυμπήσεις και να κάνεις βόλτες».
Επιτυχίες
Οι δυο τους σύντομα θα συνδέσουν τα ονόματά τους με αυτό της Χέπμπορν γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία: ο Καπότε με το κινηματογραφικό «Πρόγευμα στο Τίφανις», ο Μπίτον με το «My Fair Lady», για το οποίο θα αποσπάσει δύο Οσκαρ (κοστουμιών και σκηνικών) και η μελαχρινή ηθοποιός ως κεντρική πρωταγωνίστρια στις δύο κλασικές πια ταινίες.
«Τελείωσα το σύντομο μυθιστόρημά μου “Πρόγευμα στο Τίφανις”. Το Bazaar θα το δημοσιεύσει στο τεύχος Ιουλίου –παρόλο που κάνουν πολλές κόνξες για τη γλώσσα σε κάποια σημεία, και φοβάμαι ότι θα μου την φέρουν αλλάζοντάς το την τελευταία στιγμή χωρίς να το ξέρω», αναφέρει ο Καπότε σ’ ένα γράμμα του τον Μάιο του ’58.
Οι διαπραγματεύσεις για την τύχη της νουβέλας συνεχίζονται ακόμα και μετά την άφιξή του στο νησί της Πάρου τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς: η φίλη του Καρμέλ Σνόου απολύεται, και το κείμενο, που κρίνεται τολμηρό από τον νέο αρχισυντάκτη, μεταπωλείται και δημοσιεύεται τελικά στο Esquire.
Αγναντεύοντας το Αιγαίο από το δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου «Μελτέμι» της Παροικιάς, ο Καπότε γράφει στον Μπένετ Σερφ, τον άνθρωπο που του είχε εξασφαλίσει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο Random House: «Οσο ήμασταν στην Αθήνα, έλαβα ένα μεγάλο τηλεγράφημα από τον Κλέι Χιλ του Esquire: Εξακολουθεί να προσπαθεί για το “Πρόγευμα στο Τίφανις”. Και λίγο παρακάτω: Είμαστε σ’ ένα αρκετά απόμερο και μοναχικό μέρος που διάλεξα για να περάσουμε το καλοκαίρι (δεν υπάρχουν καθόλου άλλοι ξένοι, κτλ.). Αλλά είναι πολύ όμορφα, κι ελπίζω να είναι καλό μέρος για να δουλέψει κανείς: Γιατί, μα τον Θεό, δεν υπάρχει και τίποτα άλλο να κάνεις».
Κυκλαδίτικο ησυχαστήριο
Για τον Αμερικανό συγγραφέα η δεκαετία ’50 - 60 είναι μια περίοδος ταξιδιών και αναζήτησης. Από το Παρίσι και τη Ρώμη ώς το Πορτοφίνο και την Ταορμίνα, συνοδευόμενος από τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, επίσης συγγραφέα, Τζακ Ντάνφι (σύντροφο της ζωής του ώς το τέλος), ο Τρούμαν Καπότε γυρίζει την Ευρώπη αλλάζοντας τόπους, σπίτια και παραστάσεις.
Η Ελλάδα εντάσσεται στο ταξιδιωτικό πλάνο των δύο συγγραφέων, ενώ η Πάρος θα πρέπει να τους προτάθηκε ως κυκλαδίτικο ησυχαστήριο κατά το πέρασμά τους από την Αθήνα. Το νησί, αν εξαιρέσει κανείς κάποια σποραδικά αρνητικά σχόλια, περιγράφεται από τον Καπότε σαν επίγειος παράδεισος: «Ποτέ κανένα μέρος δεν μας άρεσε περισσότερο. Απόλυτα όμορφο. Μόνο ήλιος, θάλασσα και ηρεμία. Ούτε ένας τουρίστας. Η πόλη είναι κάτασπρη –με μπλε αυλές και τοίχους καλυμμένους με αναρριχητικά φυτά, και αυλές που για σκεπή έχουν κληματαριές– σαν μια καθαρή, κοραλλένια Κάσμπα».
Στην τετράμηνη διαμονή του στην Πάρο ο νεαρός Τρούμαν καταγίνεται με τη συγγραφή σχολίων για το φωτογραφικό λεύκωμα «Observations» του Richard Avendon, διαβάζοντας μανιωδώς Προυστ και Τσάντλερ. Παράλληλα, αρχίζει να τον απασχολεί μορφικά ένα μεγάλο έργο που, όπως ομολογεί στην αλληλογραφία του, έχει ήδη ξεκινήσει να γράφει. Ωστόσο, το «Answered Prayers» (περί αυτού πρόκειται) δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Μια ημιτελής εκδοχή του μυθιστορήματος θα κυκλοφορήσει μόνο μετά τον θάνατό του.
Ξενοδοχείο «Μελτέμι»
Καπότε και Ντάνφι νοικιάζουν τα δωμάτια 15 και 16 στο νεόδμητο ξενοδοχείο «Μελτέμι» της Παροικιάς, μια υψηλού επιπέδου τουριστική επιχείρηση της οικογένειας Καραδόντη, στην κατοχή της οποίας βρισκόταν εκείνη την εποχή και το αθηναϊκό «Acropole Palace». Στο κτίριο που στεγάζεται σήμερα το δημαρχείο Πάρου οι δυο τους θα περάσουν ένα ήσυχο καλοκαίρι χωρίς να δώσουν το παραμικρό δικαίωμα στην τοπική κοινωνία.
Η κ. Πόπη Σπαθιά, νεαρή τότε υπάλληλος του ξενοδοχείου, τους θυμάται να παίρνουν μόνοι τους πρωινό, με τον Καπότε να παρωδεί τις εύπορες Κολωνακιώτισσες των διπλανών δωματίων. Χαρακτήρας κλειστός και ευγενής, ο εσωστρεφής κουτσομπόλης του ’58 απέχει αρκετά απ’ την περσόνα που λίγα χρόνια αργότερα θα ξεσηκώσει την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης με το θρυλικό «Black and white ball», αλλά και τον λογοτεχνικό κόσμο με το non fiction αριστούργημά του «Εν ψυχρώ». Δεν συμμετέχει, όπως ο Ντάνφι, ούτε καν στα λιτά πάρτι της «Αλώνας» (ενός μικρού υψώματος δίπλα στο ξενοδοχείο), όπου η νεολαία της εποχής διασκεδάζει φλερτάροντας γύρω απ’ ένα ταπεινό ηλεκτρικό πικάπ.
Με την άφιξη του Σέσιλ Μπίτον, στενού φίλου του Καπότε, τον Αύγουστο, η παρέα της Πάρου μεγαλώνει. Ο σερ Σέσιλ Γουόλτερ Μπίτον, πολεμικός φωτογράφος κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φωτογράφος μόδας της βρετανικής Vogue αλλά και επίσημος φωτογράφος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας καταφτάνει στην Παροικιά για να τον συναντήσει. Ο Καπότε έχει φροντίσει να τον δελεάσει περιγράφοντάς του το μέρος ένα μήνα νωρίτερα: «Μένουμε σ’ ένα πολύ καθαρό και ευχάριστο ξενοδοχείο. [...] Ολα πολύ άνετα. Κι αν έρθεις –αν; πρέπει να έρθεις– θα κάνουμε καλούς διακανονισμούς για σένα. Ναι, πρέπει να έρθεις. Είναι ένα τέλειο μέρος για να ξεκουραστείς και να δουλέψεις και να κολυμπήσεις και να κάνεις βόλτες».
Επιτυχίες
Οι δυο τους σύντομα θα συνδέσουν τα ονόματά τους με αυτό της Χέπμπορν γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία: ο Καπότε με το κινηματογραφικό «Πρόγευμα στο Τίφανις», ο Μπίτον με το «My Fair Lady», για το οποίο θα αποσπάσει δύο Οσκαρ (κοστουμιών και σκηνικών) και η μελαχρινή ηθοποιός ως κεντρική πρωταγωνίστρια στις δύο κλασικές πια ταινίες.
Στην τουριστική αστυνομία
Τέλη Σεπτεμβρίου του ’58 κι ενώ η ώρα της αναχώρησης πλησιάζει, ένας αστυνομικός παρουσιάζεται στον Καπότε ζητώντας του να τον ακολουθήσει στο τμήμα. Το άλλο πρωί, εκείνος θα περιγράψει τη μικρή του περιπέτεια σ’ ένα γράμμα προς τον Μπένετ Σερφ: «Η όλη κατάσταση έμοιαζε δυσοίωνη, σαν κάτι που μπορεί να συνέβαινε στη Δίδα Γκολάιτλι. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τι μπορεί να είχα κάνει. Οταν φτάσαμε στο γραφείο του υπεύθυνου, είδα πάνω στο γραφείο του ένα δέμα που είχε σταλεί αεροπορικώς από τον Random House. Ο διοικητής της αστυνομίας και ο τοπικός ταχυδρόμος στέκονταν από πάνω του λες και περιείχε ηρωίνη. Και γι’ αυτό με είχαν σύρει ώς εκεί, για να το ανοίξω μπροστά τους». Στην ίδια επιστολή ο Καπότε αναγγέλλει την επιστροφή στη Νέα Υόρκη: «Φεύγω από εδώ σε τέσσερις μέρες – κρίμα, ήταν υπέροχο μέρος για δουλειά». Ωστόσο, η θύμηση της Πάρου θα μείνει ζωντανή και ο Καπότε θα ξαναγράψει στα memoirs του για εκείνο το ελληνικό καλοκαίρι.
Ενα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του ’59, υποψιασμένος πια και έτοιμος για το μεγάλο βήμα, διαβάζει στους νεοϋορκέζικους Times την είδηση ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Η σφαγή της οικογένειας Κλάτερ στο μακρινό Κάνσας θα τον οδηγήσει στη συγγραφή του «Εν ψυχρώ», εκείνου του opus magnum που πάντα ήθελε να γράψει.-------Απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ενα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του ’59, υποψιασμένος πια και έτοιμος για το μεγάλο βήμα, διαβάζει στους νεοϋορκέζικους Times την είδηση ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Η σφαγή της οικογένειας Κλάτερ στο μακρινό Κάνσας θα τον οδηγήσει στη συγγραφή του «Εν ψυχρώ», εκείνου του opus magnum που πάντα ήθελε να γράψει.-------Απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ