Νέες αποκαλύψεις για την δύσκολη οικονομική κατάσταση του Μιχάλη Ασλάνη έρχονται να ρίξουν φως στον ξαφνικό χαμό του.
Τις τελευταίες ημέρες ο ταλαντούχος σχεδιαστής ζούσε με τον φόβο της Αστυνομίας. Το Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης για χρέη ύψους 170.000 ευρώ και παρόλο που οι στενοί του συνεργάτες ήρθαν σε επαφή με τους αρμόδιους και ζήτησαν παράταση μέχρι το τέλος Αυγούστου, εκείνος γνώριζε πώς ένα τέτοιο ποσό είναι αδύνατον να το βρει.
Παρόλο που ο δικηγόρος του τον διαβεβαίωνε καθημερινά πώς σε περίπτωση σύλληψης θα του απαγγελθούν κατηγορίες και θα αφεθεί ελεύθερος, εκείνος έτρεμε και μόνο στην σκέψη της φυλακής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που από τις 9 Αυγούστου άρχισε να χειροτερεύει η ήδη εύθραυστη ψυχική του υγεία. Κλείστηκε στο σπίτι και δεν άνοιγε αν δεν ήξερε ποιος είναι. Κλείδωνε ακόμα και την πόρτα στο υπνοδωμάτιο του, στην οδό Σκουφά.
Κοιμόταν το πρωί και δούλευε το βράδυ, επειδή το πρωί ένιωθε ασφάλεια που ήξερε ότι οι συνεργάτες του ήταν στο ατελιέ του.
Στις 23 Αυγούστου και μετά από μερόνυχτα αγωνίας και πόνου γράφει μια επιστολή τριών σελίδων στους στενούς του συνεργάτες. Η απόγνωση του είναι ολοφάνερη.
«Κάντε ό,τι μπορείτε. Εγώ δεν έχω την δύναμη να διαχειριστώ τίποτα. Η υγεία μου είναι χάλια. Φοβάμαι μήπως πάθω και δεύτερο εγκεφαλικό…», γράφει στο τέλος, ενώ το ίδιο «βαρύ» είναι το κλίμα και στην αρχή: «Πέρασα ένα εγκεφαλικό, έχω ανεβασμένο ζάχαρο και κατάθλιψη…».
Συχνά τον άκουγαν οι συνεργάτες του να τους ψιθυρίζει στο τηλέφωνο «Κάντε κάτι να μην πάω φυλακή». Ωστόσο, ποτέ δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι σκέφτεται το ενδεχόμενο αυτοκτονίας
Τις τελευταίες ημέρες ο ταλαντούχος σχεδιαστής ζούσε με τον φόβο της Αστυνομίας. Το Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης για χρέη ύψους 170.000 ευρώ και παρόλο που οι στενοί του συνεργάτες ήρθαν σε επαφή με τους αρμόδιους και ζήτησαν παράταση μέχρι το τέλος Αυγούστου, εκείνος γνώριζε πώς ένα τέτοιο ποσό είναι αδύνατον να το βρει.
Παρόλο που ο δικηγόρος του τον διαβεβαίωνε καθημερινά πώς σε περίπτωση σύλληψης θα του απαγγελθούν κατηγορίες και θα αφεθεί ελεύθερος, εκείνος έτρεμε και μόνο στην σκέψη της φυλακής.
Αυτός ήταν και ο λόγος που από τις 9 Αυγούστου άρχισε να χειροτερεύει η ήδη εύθραυστη ψυχική του υγεία. Κλείστηκε στο σπίτι και δεν άνοιγε αν δεν ήξερε ποιος είναι. Κλείδωνε ακόμα και την πόρτα στο υπνοδωμάτιο του, στην οδό Σκουφά.
Κοιμόταν το πρωί και δούλευε το βράδυ, επειδή το πρωί ένιωθε ασφάλεια που ήξερε ότι οι συνεργάτες του ήταν στο ατελιέ του.
Στις 23 Αυγούστου και μετά από μερόνυχτα αγωνίας και πόνου γράφει μια επιστολή τριών σελίδων στους στενούς του συνεργάτες. Η απόγνωση του είναι ολοφάνερη.
«Κάντε ό,τι μπορείτε. Εγώ δεν έχω την δύναμη να διαχειριστώ τίποτα. Η υγεία μου είναι χάλια. Φοβάμαι μήπως πάθω και δεύτερο εγκεφαλικό…», γράφει στο τέλος, ενώ το ίδιο «βαρύ» είναι το κλίμα και στην αρχή: «Πέρασα ένα εγκεφαλικό, έχω ανεβασμένο ζάχαρο και κατάθλιψη…».
Συχνά τον άκουγαν οι συνεργάτες του να τους ψιθυρίζει στο τηλέφωνο «Κάντε κάτι να μην πάω φυλακή». Ωστόσο, ποτέ δεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι σκέφτεται το ενδεχόμενο αυτοκτονίας