Ένα παράξενο μυστικό, ένα μοναδικό μνημείο, κρύβεται στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αντιγονιδών.
Πίσω από τις λαμαρίνες στην βορειοανατολική πλευρά της πλατείας υπάρχει ένας μοναδικός θησαυρός, που ήταν καλά κρυμμένος για αιώνες.
Ο μοναδικής ομορφιάς Ναός της θεάς Αφροδίτης που είχε στηθεί στην πλατεία των Ιερών, δηλαδή στον χώρο που βρίσκεται σήμερα η πλατεία Αντιγονιδών. Ένα σπάνιο εύρημα του 6ου αι. πΧ που μεταφέρθηκε στην πόλη από την Αίνεια, την πόλη που ίδρυσε ο Αινείας έξω από τη Μηχανιώνα.
Πίσω από τις λαμαρίνες στην βορειοανατολική πλευρά της πλατείας υπάρχει ένας μοναδικός θησαυρός, που ήταν καλά κρυμμένος για αιώνες.
Ο μοναδικής ομορφιάς Ναός της θεάς Αφροδίτης που είχε στηθεί στην πλατεία των Ιερών, δηλαδή στον χώρο που βρίσκεται σήμερα η πλατεία Αντιγονιδών. Ένα σπάνιο εύρημα του 6ου αι. πΧ που μεταφέρθηκε στην πόλη από την Αίνεια, την πόλη που ίδρυσε ο Αινείας έξω από τη Μηχανιώνα.
Σε κάθε άλλη γωνιά του πλανήτη η είδηση και μόνο ενός ενδεχόμενου τέτοιου πλούτου θα είχε κινητοποιήσει φορείς και πολίτες . Δυστυχώς το ασύλληπτης αξίας αυτό εύρημα απειλείται να αποτελέσει θεμέλιο πολυκατοικίας, παρά την κινητοποίηση των πολιτών της συνοικίας πέριξ της πλατείας. Το μνημείο αποτελεί Εθνική κληρονομιά και ανήκει σε όλες τις επόμενες γενιές των Ελλήνων. Επίσης αποτελεί μοναδικό αξιοθέατο για την πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οποία δεν αναδείχτηκαν άλλα Ελληνικά μνημεία.
Σε μία εποχή που το κράτος μας διαδίδει τα περί βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού, δεν φροντίζει στην ανάδειξη ενός από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της αρχαιότητας, που θα αποτελέσει πόλο έλξης τουριστών. Ένας θησαυρός ο οποίος μάλιστα βρίσκετε στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Πότε και πώς ανακαλύφθηκε ο ναός;
Ο υστεροαρχαϊκός ναός, αφιερωμένος στη Θεά Αφροδίτη, ήταν γνωστός από τα διάσπαρτα στην πόλη της Θεσσαλονίκης ιωνικά αρχιτεκτονικά μέλη του, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από την εκσκαφή των θεμελίων που έγινε το 1936 για την ανέγερση διώροφης οικοδομής στο οικόπεδο που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Κρυστάλλη και Διοικητηρίου.
Η περιοχή που τώρα πια ονομάζεται Διοικητήριο ήταν γνωστή στους ρωμαϊκούς χρόνους της πόλης ως περιοχή των ιερών, αφού εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι ναοί και ιερά.
Η περιοχή που τώρα πια ονομάζεται Διοικητήριο ήταν γνωστή στους ρωμαϊκούς χρόνους της πόλης ως περιοχή των ιερών, αφού εκεί ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι ναοί και ιερά.
Το 2000 με την ευκαιρία της κατεδάφισης της διώροφης οικοδομής σε οικόπεδο που βρίσκεται στην πλατεία Αντιγονιδών, πραγματοποιήθηκε ανασκαφή από την αρχαιολόγο Α.Τασιά, η οποία ξανάφερε στο φως την κρυμμένη πλούσια ιστορία της πόλης. Αποκαλύφθηκε τότε το ανατολικό τμήμα της κρηπίδας του συγκεκριμένου ναού, αγάλματα των ελληνορωμαϊκών χρόνων και πλήθος θραυσμάτων αρχιτεκτονικών μελών. Οι κίονες του ναού οι οποίοι φθάνουν τα 7 μέτρα σε ύψος, όπως και πολλά από τα ευρήματα, χάρη και στις προσπάθειες των αρχαιολόγων της ΣΤ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και των υπευθύνων του Αρχαιολογικού Μουσείου, εκτίθενται σήμερα σε αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θεσσαλονίκης.
Ο υπόλοιπος ναός συνεχίζει δυτικά κάτω από την πλατεία Αντιγονιδών και συγκεκριμένα στη θέση που σήμερα παρκάρουν παράνομα αυτοκίνητα.
Η αξία του μνημείου.
Όπως ανέφερε στη δημοσιογράφο Στελίνα Μαργαριτίδου ο αρχιτέκτονας αρχαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ, κ. Γιώργος Καραδέδος:
«Πρόκειται για ένα εύρημα μοναδικό στο είδος του, μεγάλο μέρος του οποίου εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Το ύψος των κιόνων του φθάνει τα επτά μέτρα και όπως είναι φυσικό, δεν μπορούν υπό τις παρούσες συνθήκες μέσα σε μια αίθουσα μουσείου να εκτεθούν έτσι ώστε να αναδεικνύεται το ακριβές μέγεθός του. Γνωρίζουμε ότι ο υπόλοιπος ναός συνεχίζει δυτικά κάτω από το οδόστρωμα της οδού Διοικητηρίου και της πλατείας Αντιγονιδών. Η αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική αξία του ναού είναι μεγάλη και η εικόνα του μπορεί να βελτιωθεί, ειδικά εάν σκεφτεί κάποιος ότι τα μέχρι τώρα ευρήματα αποτελούν μόνο το ένα τρίτο αυτών που μπορεί να προκύψουν από την ανασκαφή»
Από τη διεξοδική μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων(4), των αρχιτεκτονικών μελών και της κρηπίδας του ναού και με δεδομένο ότι σήμερα ξέρουμε ότι η Θεσσαλονίκη δεν ταυτίζεται με τη Θέρμη, η οποία βρίσκονταν προς το Καραμπουρνάκι, οδηγούμαστε με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι ο υστεροαρχαϊκός ναός της Θεσσαλονίκης αποτελεί ανασύνθεση από αρχιτεκτονικά μέλη που προέρχονται από δύο τουλάχιστον αρχαϊκά μνημεία, τα οποία μεταφέρθηκαν από άλλη περιοχή στο χώρο των Ιερών της Θεσσαλονίκης, δίπλα στο Σαραπείο, στον 1ο μ.Χ. αιώνα, για να φιλοξενήσουν λατρεία αυτοκρατόρων, Δία Αιγιόχου και Θεάς Ρώμης, όπως προκύπτει από τα τέσσερα αγάλματα που βρέθηκαν μέσα στο ναό. Σε αρκετά από τα αρχιτεκτονικά μέλη διακρίνονται επεμβάσεις από τους ρωμαίους τεχνίτες για να τα προσαρμόσουν στην ανασύνθεση του ναού, ενώ τα τμήματα τα οποία έλλειπαν ανακατασκευάσθηκαν ως πιστά αντίγραφα των αυθεντικών.
Με αυτά τα δεδομένα ο ναός της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των «περιπλανώμενων ναών», η οποία αριθμεί αρκετά παραδείγματα κυρίως από την Αττική, περίπου στην ίδια περίοδο, για πολιτικούς λόγους.
Το σενάριο της Αίνειας
Ο καθηγητής Ε. Βουτυράς υποστήριξε ότι ο ένας από τους ναούς από τους οποίους μεταφέρθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη στη Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να βρίσκεται στην Αίνεια (δίπλα στη Μηχανιώνα), όπου τεκμηριωμένα από αρχαίες πηγές (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς)(6) υπήρχε αρχαϊκός ναός της Αφροδίτης. Είναι πολύ πιθανό οι Θεσσαλονικείς, για να εξευμενίσουν τον Οκταβιανό (θετό γιό του Ιουλίου Καίσαρα), ο οποίος στο Άκτιο νίκησε τον Αντώνιο, με το μέρος του οποίου είχαν ταχθεί, να μετέφεραν το λαμπρό ναό της Αφροδίτης από την Αίνεια στη Θεσσαλονίκη, όπου λατρεύτηκε ο Ιούλιος Καίσαρας στο ναό της μυθικής προγόνου του Αφροδίτης μητέρας του Αινεία, γενάρχη του γένους των Ιούλων.
Άσχετα από την ορθότητα αυτής της άποψης, γεγονός είναι ότι στη ρωμαϊκή περίοδο ο μεταφερμένος ναός φιλοξένησε λατρεία αυτοκρατόρων, Διός Αιγιόχου και Θεάς Ρώμης.
Από τον αρχαϊκό ναό της Θεσσαλονίκης, όπως αυτός ανασυντέθηκε στη ρωμαϊκή εποχή, σώζονται η υψηλή βαθμιδωτή κρηπίδα και πλήθος από αρχιτεκτονικά μέλη (κιονόκρανα, βάσεις κιόνων, θραύσματα κιόνων, τμήματα γείσων με ιωνικά ωά, υδρορροή σε μορφή λεοντοκεφαλής και πολλά θραύσματα από το κατάκοσμο περιθύρωμα της ανατολικής θύρας.
Παρά την αποσπασματική αποκάλυψη της κρηπίδας γνωρίζουμε το πλάτος του ναού, το οποίο είναι 13,35 μέτρα, όχι όμως και το μήκος του, καθώς ο ναός επεκτείνεται κάτω από την πλατεία. Με τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι σήμερα και τις πληροφορίες που αντλούμε από το ανασκαμμένο τμήμα της κάτοψης του ναού, επιχειρήθηκε η γραφική αναπαράσταση της μορφής του, όπως αυτή ήταν στη ρωμαϊκή εποχή, και φυσικά με αρκετές παραδοχές, καθώς η ανασκαφή του μνημείου δεν έχει ολοκληρωθεί.
Ο ναός
Ο ναός είναι εν παραστάσει, περίπτερος, εξάστυλος. Δεν γνωρίζουμε τον αριθμό των κιόνων στις μακριές όψεις καθώς είναι άγνωστο ακόμη το συνολικό μήκος του. Το καθαρό ύψος των κιόνων ξεπερνά τα 7 μέτρα, ενώ το συνολικό ύψος του ναού έφθανε τα 14 μέτρα. Η ανασύνθεση του ναού, όπως ήδη αναφέρθηκε πραγματοποιήθηκε στον 1ο μ.Χ. αιώνα. Το ένα από τα δύο μνημεία από τα οποία μεταφέρθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη στη Θεσσαλονίκη, χρονολογείται με βάση τα στυλιστικά στοιχεία, στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα. Το δεύτερο μνημείο χρονολογείται στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η αποσπασματική αποκάλυψη του αρχαϊκού της Θεσσαλονίκης, η κάλυψη σημαντικού τμήματός του από την πλατεία Αντιγονιδών και η μη απαλλοτρίωση του οικοπέδου, που καθιστούν, προς το παρόν, αδύνατη την αναστήλωσή του “in situ”, οδήγησαν το 1966 στην απόφαση τα ταυτισμένα αρχιτεκτονικά μέλη του να εκτεθούν στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της επανέκθεσής του, με τέτοιο τρόπο ώστε ο επισκέπτης να τα αντιλαμβάνεται με συνθήκες όσο γίνεται πιο κοντινές σε αυτές που τα αντιλαμβανόταν ο αρχαίος επισκέπτης του ναού.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, επιχειρήθηκε, μέσα στην περιορισμένων διαστάσεων αίθουσα του μουσείου, ένα είδος μερικής αποκατάστασης του ανατολικού τμήματος ναού, το οποίο ταυτίζεται με το ανασκαμμένο τμήμα του, χρησιμοποιώντας τα αυθεντικά αρχιτεκτονικά μέλη και μικρής κλίμακας ανακατασκευές.
Αυτός ο τρόπος έκθεσης, παρόλο που αναδεικνύει ως ένα βαθμό τις αξίες του μνημείου, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αναστήλωσή του, η οποία προϋποθέτει την ανάδειξη του μνημείου μέσα στο ίδιο του το περιβάλλον. Γι’ αυτό και προτάθηκε ως προσωρινή λύση, έως ότου ολοκληρωθεί η ανασκαφή του και πραγματοποιηθεί η ανάδειξη και η αναστήλωσή του “in situ”, όπως επιβάλλουν οι Διεθνείς Χάρτες για την αποκατάσταση των Μνημείων.
Προτεινόμενη λύση από το ΑΠΘ
Οι σκέψεις αυτές, σε συνδυασμό με τη μοναδικότητα του μνημείου, οδήγησαν στην πρωτοβουλία, από πλευράς Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., να γίνει έρευνα εάν υπάρχει η δυνατότητα να ολοκληρωθεί η αποκάλυψη του ναού και να πραγματοποιηθεί η αναστήλωσή του χωρίς να θιγεί καθόλου η λειτουργία της πλατείας Αντιγονιδών.
Αποτέλεσμα αυτής της έρευνας ήταν η σχεδιαστική πρόταση, σύμφωνα με την οποία η πλατεία Αντιγονιδών διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, το σημερινό και το αρχαίο. Μικρό τμήμα της οδού Διοικητηρίου και της πλατείας Αντιγονιδών μπορεί να διαμορφωθεί σε αερογέφυρα για να δοθεί η δυνατότητα να παραμείνει ο ναός ορατός στο σύνολό του και να αναστηλωθεί.
Στα σόκορα των όμορων στο υπό απαλλοτρίωση οικόπεδο πολυκατοικιών μπορούν να τοποθετηθούν γιγαντοαφίσες με πληροφόρηση για το μνημείο, η ολοκλήρωση της μορφής του οποίου, εκτός από την αναστήλωση, μπορεί να επιτυγχάνεται με ολογράμματα.
Η λύση αυτή είναι άκρως ενδιαφέρουσα καθώς δίνεται η δυνατότητα στην καρδιά της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης να ξεπροβάλλει αναστηλωμένος ένας αρχαϊκός ναός, του οποίου οι διαστάσεις και οι αξίες μπορούν άνετα να ανταγωνιστούν το μέγεθος και το πλήθος των σύγχρονων πολυκατοικιών.
Πώς προέκυψε το πρόβλημα της κατάχωσης.
Η αρχική απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, λίγο μετά την ανασκαφή του μνημείου, ήταν να απαλλοτριωθεί το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται και να προχωρήσει η ανάδειξη του ναού που χαρακτηρίστηκε σπάνιο μνημείο, με τεράστια ιστορική, αρχαιολογική και καλλιτεχνική αξία. Αργότερα η απόφαση αυτή αναθεωρήθηκε και αποφασίστηκε να διατηρηθεί στο υπόγειο της υπό ανέγερση πολυκατοικίας. Πριν από δύο χρόνια η τύχη του ναού συζητήθηκε και πάλι στο ΚΑΣ και δόθηκε θετική γνωμοδότηση για την απαλλοτρίωση του οικοπέδου, το ζήτημα όμως έκτοτε «πάγωσε».
Το θέμα της απαλλοτρίωσης, μετά από ένσταση των ιδιοκτητών του οικοπέδου, επρόκειτο να συζητηθεί στις 13/4 σε συνεδρίαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία όμως αναβλήθηκε ελλείψει απαρτίας για μετά τις γιορτές. Αν η απαλλοτρίωση απορριφθεί και η ένσταση γίνει δεκτή, ο ναός θα μπαζωθεί!