Οι σταρ της ροκ όντως πεθαίνουν νέοι, ειδικά αν κάνουν σόλο καριέρα, σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο BMJ Open.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις ζωές 1.489 Αμερικανών και Ευρωπαίων τραγουδιστών της ροκ τα τελευταία 50 χρόνια, από τον Έλβις Πρίσλεϊ μέχρι μέλη του συγκροτήματος Arctic Monkeys, που έγινε διάσημο το 2006. Τα ποσοστά επιβίωσης συγκρίθηκαν με αυτά του γενικού πληθυσμού.
Οι τραγουδιστές, ανεξαρτήτως αν έκαναν σολο καριέρα ή άνηκαν σε κάποιο συγκρότημα, είχαν πεθάνει νωρίτερα από το αναμενόμενο, σύμφωνα πάντα με την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα.
Αλλά οι καλλιτέχνες που έκαναν σόλο καριέρα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν σε νεαρή ηλικία, συγκριτικά με εκείνους που συμμετείχαν σε κάποιο γκρουπ. Το 10,2% των μελών συγκροτημάτων στη Βόρεια Αμερική πέθανε σε νεαρή ηλικία, συγκριτικά με το 22,8% των σόλο καλλιτεχνών. Στην Ευρώπη, τα ποσοστά ήταν 5,4% και 8,9% αντίστοιχα.
Ο λόγος της ανομοιότητας παραμένει προς το παρόν άγνωστος. Αλλά ενδεχομένως να σχετίζεται με το επίπεδο της φήμης που έχει ένας καλλιτέχνης όταν κάνει σόλο καριέρα, συγκριτικά με όταν είναι μέλος ενός συγκροτήματος. Επίσης, ίσως η αλληλοϋποστήριξη που αναπτύσσουν τα μέλη ενός συγκροτήματος να λειτουργεί προστατευτικά έναντι του πρόωρου θανάτου.
Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόωρος θάνατος των μουσικών καλλιτεχνών έχει σχετιστεί και την κατάχρηση ουσιών. Πάντως, οι Βρετανοί ερευνητές εντόπισαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας όπως η σωματική κακοποίηση ή η διαλυμένη οικογένεια, ενδεχομένως να παίζουν βασικό ρόλο.
Η τραυματική παιδική ηλικία είναι γνωστό ότι είναι παράγοντας κινδύνου κατάχρησης ουσιών μετέπειτα. Περίπου οι μισοί μουσικοί που πέθαναν συνέπεια ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ ή βίας είχαν βιώσει τουλάχιστον έναν τραυματικό συμβάν όταν ήταν παιδιά.
«Η δόξα αναπόφευκτα αυξάνει τις ευκαιρίες για εμπλοκή σε επικίνδυνες συμπεριφορές, αλλά η επίγνωση ότι η κατάχρηση ουσιών και άλλες επικίνδυνες συμπεριφορές, ακόμη και από τα είδωλα της μουσικής, μπορεί να πηγάζουν από μια κακή παιδική ηλικία, λείπει από το κοινό», υπογραμμίζουν οι ερευνητές στην έκθεσή τους.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις ζωές 1.489 Αμερικανών και Ευρωπαίων τραγουδιστών της ροκ τα τελευταία 50 χρόνια, από τον Έλβις Πρίσλεϊ μέχρι μέλη του συγκροτήματος Arctic Monkeys, που έγινε διάσημο το 2006. Τα ποσοστά επιβίωσης συγκρίθηκαν με αυτά του γενικού πληθυσμού.
Οι τραγουδιστές, ανεξαρτήτως αν έκαναν σολο καριέρα ή άνηκαν σε κάποιο συγκρότημα, είχαν πεθάνει νωρίτερα από το αναμενόμενο, σύμφωνα πάντα με την ηλικία, το φύλο και την εθνικότητα.
Αλλά οι καλλιτέχνες που έκαναν σόλο καριέρα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν σε νεαρή ηλικία, συγκριτικά με εκείνους που συμμετείχαν σε κάποιο γκρουπ. Το 10,2% των μελών συγκροτημάτων στη Βόρεια Αμερική πέθανε σε νεαρή ηλικία, συγκριτικά με το 22,8% των σόλο καλλιτεχνών. Στην Ευρώπη, τα ποσοστά ήταν 5,4% και 8,9% αντίστοιχα.
Ο λόγος της ανομοιότητας παραμένει προς το παρόν άγνωστος. Αλλά ενδεχομένως να σχετίζεται με το επίπεδο της φήμης που έχει ένας καλλιτέχνης όταν κάνει σόλο καριέρα, συγκριτικά με όταν είναι μέλος ενός συγκροτήματος. Επίσης, ίσως η αλληλοϋποστήριξη που αναπτύσσουν τα μέλη ενός συγκροτήματος να λειτουργεί προστατευτικά έναντι του πρόωρου θανάτου.
Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρόωρος θάνατος των μουσικών καλλιτεχνών έχει σχετιστεί και την κατάχρηση ουσιών. Πάντως, οι Βρετανοί ερευνητές εντόπισαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία, τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας όπως η σωματική κακοποίηση ή η διαλυμένη οικογένεια, ενδεχομένως να παίζουν βασικό ρόλο.
Η τραυματική παιδική ηλικία είναι γνωστό ότι είναι παράγοντας κινδύνου κατάχρησης ουσιών μετέπειτα. Περίπου οι μισοί μουσικοί που πέθαναν συνέπεια ναρκωτικών ουσιών, αλκοόλ ή βίας είχαν βιώσει τουλάχιστον έναν τραυματικό συμβάν όταν ήταν παιδιά.
«Η δόξα αναπόφευκτα αυξάνει τις ευκαιρίες για εμπλοκή σε επικίνδυνες συμπεριφορές, αλλά η επίγνωση ότι η κατάχρηση ουσιών και άλλες επικίνδυνες συμπεριφορές, ακόμη και από τα είδωλα της μουσικής, μπορεί να πηγάζουν από μια κακή παιδική ηλικία, λείπει από το κοινό», υπογραμμίζουν οι ερευνητές στην έκθεσή τους.