«Θέλω την ιστορία με τον Φραν για την επόμενη ταινία μου», με πλησίασε αποφασισμένος ο James Franco. Τον κοίταξα αποσβολωμένος. Πώς και τι ακριβώς ήξερε; Δεν άρθρωσα λέξη. Ο Φραν; Έριξα μια ματιά γύρω μου. Τον είδα. Όπως πάντα, δεν χρειάστηκε να τον αναζητήσω. Έκανε νοήματα πάνω από το κεφάλι της συζύγου του κι εγώ απέφευγα να κοιτάξω. Πώς θα μπορούσα να διηγηθώ ένα ασύλληπτο όνειρο; «Η ιστορία έχει πολλές συμπτώσεις που θα μοιάζουν με εύκολες λύσεις…», ψέλλισα, καθώς ακουγόταν μια διαφήμιση για το The Next Day. Η αστραπιαία ιδέα ότι ήταν δυνατόν να λειτουργήσει ως ένα πολύ καλό σάουντρακ με πυροδότησε.
Ο Φραν δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ ούτε καν η πιο ήπια μορφή του Johnny που γνωρίσαμε στο Repetition. Κι ας παραπέμπει εκεί ο απειλητικός ρυθμός του τραγουδιού The Next Day, που χάρισε τον τίτλο στο ολοκαίνουριο άλμπουμ που σημαίνει την επιστροφή, μετά από δέκα χρόνια, του David Bowie. Εκείνος, ο φτωχός και βίαιος Johnny, δεν είχε καταφέρει να παντρευτεί την πλούσια Anne. Ο Φραν το έκανε γιατί διαθέτει class. Κι έτσι συναίνεσαν σε μια ζωή χαρισάμενη. Ίσως όχι απόλυτα, μα δεν έχει σημασία. Στους στίχους εδώ υπάρχει ο συναινετικός χωρισμός του ζευγαριού και το λιντσάρισμα του ανδρός από το αγριεμένο πλήθος. Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι; Όμως, ο Φραν είναι εδώ. Είναι και πάλι Φεβρουάριος!
James! Την ίδια στιγμή με μένα ακούγεται η φωνή ενός θαυμαστή του Franco που μόλις έχει βγει από την προβολή του Interior. Leather Bar. Εγώ ήθελα απλώς να επισημάνω πως το σαξόφωνο του Steve Elson με επέστρεψε στην εποχή τουJames Chance και του No Wave. Τότε που θέλαμε να γνωρίσουμε τον Brian Eno και παραγγέλναμε το άλμπουμ No New York σε φίλους που ταξίδευαν στο εξωτερικό, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το αποκτήσουμε. Τότε που τα Dirty Boysήμασταν εμείς ή υπήρξαν η καθημερινότητά μας. Τώρα, η λαχτάρα του Φραν και η δικιά μου νοσταλγία είναι έτοιμες να διεισδύσουν στους πιο κλειστοφοβικούς μα αποστειρωμένους χώρους του Hyatt, απέναντι από το Berlinale Palast. Η φωνή του Bowie, φιλτραρισμένη μέχρι τα μισά του τραγουδιού, απελευθερώνεται με τη δύση του ηλίου. Μαζί με το συναίσθημα του Φραν, ερμητικά κλειστό πάνω από ένα χρόνο.
Όλοι οι αστέρες είναι γύρω μας. Συνεντεύξεις Τύπου, φωτογραφίες, λάμψη. The Stars (Are Out Tonight). Αντιφάσεις. Πάνω στο κόκκινο χαλί στημένες πόζες, θεατρινισμοί, εντυπωσιακά ρούχα, παστωμένα πρόσωπα. Όμορφα πρόσωπα. Και βλέμματα. Τα μάτια του Φραν αναζητούν κάθε χρόνο τα μαύρα μάτια που τόσο τον είχαν ξετρελάνει, όπως μου είχε πει. Και τα βρίσκει να τον κοιτάνε εξίσου σαγηνεμένα με την πρώτη φορά, λάμποντας κάτω από τα ηλεκτρικά πεφταστέρια που έχουν μείνει από τις γιορτές να φωτίζουν την Potsdamer Platz και οδηγούν τον Bowie στον σταθμό του τρένου. Ο φρενήρης ρυθμός που μοιάζει με απογείωση ενισχύεται από τα φωνητικά της Gail Ann Dorsey και της Janice Pendarvis.
Βερολίνο 1977 – 1989, αυτό είναι το διάστημα που καλύπτει το Where Are We Now? Τα χρόνια της ντισκοτέκ Dschungel, κοντά στο περίφημο πολυκατάστημα KadeWe, μια ιδιαίτερα σημαντική και για τον ίδιο εποχή, μέχρι την πτώση του Τείχους. Το απόσταγμα της γνώσης. Πού βρισκόμαστε τώρα, αναρωτιέται με μια από τις πιο σπαραξικάρδια μελαγχολικές φωνές του και ο καθένας έχει τη δική του απάντηση. Εγώ εξακολουθώ να διασχίζω τη Nürnbergerstrasse και να περνάω μπροστά από τις βιτρίνες του KadeWe πηγαινοερχόμενος στη δουλειά μου. Μπορώ να πω ότι είμαι εδώ. Είμαι πράγματι εδώ όμως; Γιατί αμφισβητώ ότι έμαθα κάτι πέρα από το ότι υπάρχει ο ήλιος, η βροχή, η φωτιά; Αλλά, πόση σημασία έχουν όλα τα υπόλοιπα τώρα που ξέρω ότι υπάρχεις εσύ;
Flash back: Love is Lost. Έφτασα εδώ, ούτε καν 22 χρονών, ακολουθώντας τις δικές μου ανησυχίες που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και την πορεία του Bowie. Κι αν οι συνθήκες δεν ήταν ρόδινες, ήταν όλα καινούρια. Και πολλά υποσχόμενα. Ακολούθησε η γνώση, που τη διαδέχτηκε η σιωπή. Η αγάπη χάθηκε. Ήρθε πάλι και ξαναχάθηκε. Και χάθηκε άχαρα, σαν εμπειρία που δε μοιράστηκε. Η μελωδία αντηχεί σαν απόηχος του Hello, Spaceboy. Πιο αργή, πιο μεστή, πιο μελαγχολική, όπως αρμόζει σε συνειδητοποιημένους μεσήλικες.
Η άτυπη συνομωσία με τον Φραν ενάντια στη συμβατικότητα είναι ο εορτασμός της Valentine’s Day στις 11 Φεβρουαρίου. Σχεδόν χωρίς λόγια. Πόθος και μια λάγνα κιθάρα. Είναι οι συμπτώσεις που έλεγα στην αρχή. Ο James Francoενθουσιάζεται. Θέλει να μάθει κι άλλα. Του λέω να προσέξει την εισαγωγή που μοιάζει με το New Kid in Town των Eagles, αν και τούτος εδώ ο Βαλεντίνος είναι επικίνδυνος, την κιθάρα του παλιόφιλου Earl Slick και τα φωνητικά που ακολουθούν, σαν να βγήκαν από ηχογράφηση γυναικείων γκρουπ του ’60 και που είναι από τον ίδιο τον Bowie.
If You Can See Me. Όλο το παιχνίδι παίζεται με τα βλέμματα. Ελάχιστος διάλογος, κι εκείνος ψιθυριστός, θα ξεσπάσει κάποτε σε μια σχιζοφρενική πρόζα που φέρνει στον νου το Scream like a baby…
Ο Νάμποκοφ δεν έχει γράψει ακόμη τη Λολίτα. Λιάζεται στην παραλία του Grunewald σε ένα παρανοϊκό πλαίσιο παρηκμασμένων εμιγκρέδων, πολεμοχαρών στρατηγών, μανιακών κουτσομπόληδων. Κι ένας αλλοτινός νέος αντιστέκεται να υποταχθεί στις εκάστοτε προσταγές τους αντιτάσσοντας τις ηδονές. I’d Rather Be High. Παρακολουθώ το Before Midnight, ξεσπάω σε ηχηρά γέλια όταν η Delpy επιτίθεται στον Hawke λέγοντάς του πώς ό,τι κι αν γράψει για τις ερωτικές του ιστορίες δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Henry Miller. Ο Φραν δίπλα μου πιάνει το νόημα. Το χαμόγελό του φτάνει μέχρι τ’ αυτιά, κάτω από τα ακουστικά που φοράει για την ταυτόχρονη μετάφραση. Όσο πιο ψηλά μπορεί να ανεβεί κανείς κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Κι εκεί που νομίζεις ότι ελέγχεις το παιχνίδι ρουφώντας ηδονικά κι ανέμελα το νέκταρ από τις αντανακλάσεις που σου προσφέρουν χρυσαφένια μάτια, ξαφνικά, κάτι συμβαίνει και βρίσκεσαι από κάτω. Και η μικρή επαρχιωτοπούλα γίνεται το αφεντικό στη ζωή σου. Boss of Me. Πώς το αντιμετωπίζεις; Απορείς. Χτυπιέσαι. Γράφεις ένα τραγούδι. Ή μια κριτική για ένα τραγούδι. Ο κιθαρίστας Gerry Leonard συνυπογράφει.
Σε πρώτη ακρόαση το Dancing Out in Space αφήνει την εντύπωση πως πρόκειται για ένα εύπεπτο χορευτικό τραγουδάκι με αναφορά στο διάστημα, ένα από τα αγαπημένα light motives στο έργο του Bowie. Όταν προσέξεις τους στίχους όμως, έρχεται η αναπάντεχη αναφορά στον Βέλγο συμβολιστή Georges Rodenbach και τη Σιωπή του. Πίσω στο ζόφο. Μπρυζ - Νεκρή Πόλη. Μνήμες από όπερα, Erich Wolfgang Korngold... Χάνω τον ειρμό μετρώντας τους νεκρούς (μου). Το δέρμα μου καίγεται από το χιόνι.
Ο Bowie δήλωνε ανέκαθεν πως το λάδι που λαδώνει τη μηχανή της δημιουργικότητάς του είναι άλλοι καλλιτέχνες που θέτουν παραπλήσια ερωτήματα με τον ίδιο. Στο How Does the Grass Grow? οι στιχουργικές επιρροές του από το The Glorious Land της PJ Harvey είναι εμφανείς. Εδώ το θέμα παγκοσμιοποιείται, η μελωδία συμπληρώνεται με απόσπασμα από το Apache των Shadows. Τα φωνητικά είναι κολασμένα ουρλιαχτά, όπως τα θυμόμαστε από το Diamond Dogs. Το γρασίδι ποτίζεται από αίμα σ’ αυτό το αποκαλυπτικό σκηνικό που πλαισιώνουν μαύρα άλογα και νεκροταφεία… Ο Φραν δεν αντέχει τον πόνο, είναι πολύ ευαίσθητος. Και, επίσης, εκτιμά την ευαισθησία. Του ταιριάζουν περισσότερο οι beatniks.
Η ατμόσφαιρα είναι πιο αγνή στο Greenwich Village της δεκαετίας του ’60. Η φολκ στο απόγειό της, όλοι μια παρέα, πάντα όμως κάποιοι ξεχωρίζουν. Διαθέτουν μεγαλύτερο ταλέντο κι είναι έτοιμοι να ξεσηκώσουν τον πλανήτη. Οι καλλιτέχνες που παρελαύνουν, άλλοι με τα ονόματά τους κι άλλοι περιγραφικά, σε κάνουν να θέλεις να αφήσεις μούσι και να φορέσεις μπερέ. Pete Seeger, Joan Baez, Phil Ochs, Odetta, David Van Ronk, Bob Dylan… Πιθανότατα και η Joni Mitchell. Όλοι μαζί, ενωμένοι μέσα σε ένα μεγαλειώδες κιθαριστικό ριφ. Το grunge ήταν ο τελευταίος κρίκος. Τώρα, δεν απομένει παρά η αισιόδοξη αναμονή κάποιου αστέρα που θα μπορέσει να ταρακουνήσει και πάλι τον κόσμο. (You Will) Set the World on Fire. «Πόσο χαίρομαι όταν βλέπω νέους που κάνουν ουρές για να πάρουν εισιτήρια για το σινεμά», λέει ο Φραν.
You Feel So Lonely You Could Die. Αυτά είναι λόγια από το Heartbreak Hotel. Εδώ ακριβώς που είμαστε τώρα, εδώ που αρχίζουμε και τελειώνουμε. Ξεφεύγουμε ποτέ; Love is thrown in airless rooms. «Έπος!», λέω και κλείνω το μάτι στον James Franco. Οι γοητευτικές μεγαλουπόλεις με τα ψηλά κτήρια και τα μεγάλα πάρκα… Η φυλακή.
The Heat. Η επιρροή του Scott Walker που ο David δεν έπαψε ποτέ να εκτιμά. Στοιχειωμένα έγχορδα πλαισιώνουν την ακουστική κιθάρα του. «Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στις φυλακές… Θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω μόνο αν τον μισούσα περισσότερο. Μα δεν είναι αλήθεια… Είμαι προφήτης, αλλά λέω ψέματα. Δεν ξέρω ποιος είμαι». Ο πατέρας του Φραν ήταν δήμιος στην Ισπανία του Φράνκο. Ο James Franco μένει κόκκαλο. Η ιστορία παίρνει άλλη τροπή.
Από το εξώφυλλο με την απευθείας αναφορά στο “Heroes” μέχρι την τελευταία νότα, η επιστροφή σε μεγάλη φόρμα είναι ολοφάνερη, ικανοποιώντας όλους εκείνους που είχαν πιστέψει στον άνθρωπο που έπεσε στη γη. Για πρώτη φορά ένα άλμπουμ του David Bowie πηγαίνει στο Νούμερο 1 της Γερμανίας και είναι δικαίως το μοναδικό που έχει κάνει τη μεγαλύτερη αίσθηση από τις μέχρι στιγμής φετινές κυκλοφορίες. Νομίζω πως μέχρι το τέλος της χρονιάς δεν θα βρω καλύτερο.ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ