Η οφειλή της Γερμανίας από το «αναγκαστικό» δάνειο που υποχρεώθηκε να δώσει η Ελλάδα στα στρατεύματα κατοχής ήταν 13,5 εκατ. χρυσές λίρες -ποσό που τότε χαρακτηρίστηκε «άτοκη πίστωση», με τη ρητή δέσμευση, όμως, ότι θα επιστραφεί μετά το τέλος του πολέμου. Σήμερα, 79 χρόνια μετά, μαζί με τους τόκους αυτό το ποσό ανέρχεται στα 60-70 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ».
Μάλιστα, η αποκάλυψη της εφημερίδας για την απόρρητη έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που αφορά τις γερμανικές αποζημιώσεις έφτασε από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα στον υπουργό Εξωτερικών Δημήτρη Αβραμόπουλο, ο οποίος και την προώθησε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δημιουργώντας ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα.
Το πρώτο μέσο που αναμετέδωσε την είδηση ήταν η ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel», εμπλουτίζοντας μάλιστα το ρεπορτάζ με στοιχεία από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, ενώ ακολούθησε η «The Daily Telegraph», η οποία αφιέρωσε στην ιστοσελίδα της εκτενές ρεπορτάζ.
Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό,
το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα φτάνει τα 162 δισ. ευρώ:
108 δισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση κατεστραμμένων υποδομών και 54 δισ. ευρώ (σ.σ. τόσο το υπολογίζουν οι Γερμανοί) για το κατοχικό δάνειο που αναγκάστηκε να δώσει η ελληνική κυβέρνηση την περίοδο 1942-1944.
Μάλιστα, ο Γερμανός καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Νόρμαν Πέεχ τονίζει ότι οι ελληνικές αξιώσεις δεν έχουν παραγραφεί και πως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διακηρύξει δημόσια τις θέσεις της.
«Το 1953 είχε συμφωνηθεί στο Λονδίνο να τεθούν στο “ψυγείο” τέτοιες αξιώσεις ως τη μέρα που θα συνομολογηθεί ένα Σύμφωνο Ειρήνης. Ένα τέτοιο Σύμφωνο δεν υπήρξε ονομαστικά, αλλά η γενική άποψη είναι ότι το Σύμφωνο 2+4 που υπογράφηκε το 1990 από τα δύο τότε γερμανικά κράτη και τις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ΗΠΑ, Σοβιετική Ενωση, Βρετανία, Γαλλία) υπέχει ακριβώς θέση Συμφώνου Ειρήνης. Από τότε “αποψύχθηκαν” πάλι οι αξιώσεις. Και δεδομένου ότι ως σήμερα έχουν περάσει μόλις 23 χρόνια, οι αξιώσεις διατηρούν πλήρως την επικαιρότητά τους», αναφέρει ο Νόρμαν Πέεχ.