Ουάσινγκτον
Διεθνής ερευνητική ομάδα εντόπισε για πρώτη φορά ζωντανά μικρόβια βαθιά μέσα στο έδαφος κάτω από τον πυθμένα του Ειρηνικού Ωκεανού. Δεδομένου ότι ο ωκεάνιος φλοιός καλύπτει το 65% της Γης, αυτό που ανακαλύφθηκε δεν αποκλείεται να είναι το μεγαλύτερο οικοσύστημα του πλανήτη, το οποίο μάλιστα βασίζεται σε πηγές ενέργειας τελείως διαφορετικές από αυτές που χρησιμοποιεί η ζωή στην επιφάνεια.
Οι περισσότεροι οργανισμοί στη Γη εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από την ηλιακή ακτινοβολία, την οποία χρησιμοποιούν τα φυτά για να συνθέτουν οργανικές ενώσεις, τις οποίες καταναλώνουν στη συνέχεια οι ζωικοί οργανισμοί.
Αυτό βέβαια είναι αδύνατο στο αιώνιο σκοτάδι του ωκεάνιου φλοιού, ο οποίος βρίσκεται κάτω από αρκετά χιλιόμετρα νερού και εκτείνεται αρκετά ακόμα χιλιόμετρα βαθύτερα. Αντί να εξαρτώνται από τη φωτοσύνθεση, τα μικρόβια που ζουν μέσα στο φλοιό βασίζονται στη λεγόμενη χημειοσύνθεση, δηλαδή παράγουν οργανικές ενώσεις αξιοποιώντας την ενέργεια χημικών αντιδράσεων.
«Προσφέρουμε τις πρώτες άμεσες ενδείξεις για την ύπαρξη ζωής βαθιά μέσα στον ωκεάνιο φλοιό. Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι αυτό το αχανές οικοσύστημα εξαρτάται κυρίως από τη χημειοσύνθεση» αναφέρει ο Μαρκ Λέβερ, μικροβιολόγος του Πανεπιστημίου της Βορείου Καρολίνας και μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η εντυπωσιακή ανακάλυψη δημοσιεύεται στο περιοδικό Science.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν γεώτρηση σε βάθος 300 μέτρων κάτω από το βυθό λίγο έξω από την πολιτεία της Ουάσινγκτον, μια από τις καλύτερα μελετημένες περιοχές του ωκεάνιου φλοιού. Μπόρεσαν έτσι να ανασύρουν δείγματα βασαλτικών πετρωμάτων που εκτιμάται ότι σχηματίστηκε πριν από 3,5 εκατομμύρια χρόνια.
Μέσα στα δείγματα ανακαλύφθηκαν γονίδια μικροβίων τα οποία σχετίζονται με βακτήρια που παράγουν μεθάνιο, καθώς και γονίδια που συμμετέχουν στο μεταβολισμό του υδρογόνου και του θείου.
Προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τα δείγματα δεν θα μολύνονταν από μικρόβια που είχαν προσκολληθεί στο γεωτρύπανο, οι ερευνητές φρόντισαν να προσθέσουν στο υγρό του γεωτρύπανου συγκεκριμένες χημικές ουσίες. Οι ουσίες αυτές βρέθηκαν στο εξωτερικό των δειγμάτων, όχι όμως στο εσωτερικό τους, ένδειξη ότι δεν είχε υπάρξει επιμόλυνση.
Επιπλέον, οι ερευνητές απέδειξαν ότι το DNA που εντόπισαν προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς και όχι από απολιθώματα: τα βακτήρια αναπτύχθηκαν στο εργαστήριο όταν καλλιεργήθηκαν σε αναερόβιες συνθήκες στο Διαδίκτυο.
Οι αναλύσεις υποδεικνύουν ότι η βασική πηγή ενέργειας για αυτό το υπόγειο οικοσύστημα προέρχεται από το υδρογόνο, το οποίο παράγεται κατά την αντίδραση των πετρωμάτων με νερό που περνάει μέσα από ρωγμές του φλοιού.
Οι έρευνες θα συνεχιστούν τώρα σε άλλες περιοχές του κόσμου προκειμένου να εκτιμηθεί πόση είναι η συνολική βιομάζα αυτού του αθέατου, σχεδόν εξωγήινου κόσμου.
Οι περισσότεροι οργανισμοί στη Γη εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από την ηλιακή ακτινοβολία, την οποία χρησιμοποιούν τα φυτά για να συνθέτουν οργανικές ενώσεις, τις οποίες καταναλώνουν στη συνέχεια οι ζωικοί οργανισμοί.
Αυτό βέβαια είναι αδύνατο στο αιώνιο σκοτάδι του ωκεάνιου φλοιού, ο οποίος βρίσκεται κάτω από αρκετά χιλιόμετρα νερού και εκτείνεται αρκετά ακόμα χιλιόμετρα βαθύτερα. Αντί να εξαρτώνται από τη φωτοσύνθεση, τα μικρόβια που ζουν μέσα στο φλοιό βασίζονται στη λεγόμενη χημειοσύνθεση, δηλαδή παράγουν οργανικές ενώσεις αξιοποιώντας την ενέργεια χημικών αντιδράσεων.
«Προσφέρουμε τις πρώτες άμεσες ενδείξεις για την ύπαρξη ζωής βαθιά μέσα στον ωκεάνιο φλοιό. Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι αυτό το αχανές οικοσύστημα εξαρτάται κυρίως από τη χημειοσύνθεση» αναφέρει ο Μαρκ Λέβερ, μικροβιολόγος του Πανεπιστημίου της Βορείου Καρολίνας και μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Η εντυπωσιακή ανακάλυψη δημοσιεύεται στο περιοδικό Science.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν γεώτρηση σε βάθος 300 μέτρων κάτω από το βυθό λίγο έξω από την πολιτεία της Ουάσινγκτον, μια από τις καλύτερα μελετημένες περιοχές του ωκεάνιου φλοιού. Μπόρεσαν έτσι να ανασύρουν δείγματα βασαλτικών πετρωμάτων που εκτιμάται ότι σχηματίστηκε πριν από 3,5 εκατομμύρια χρόνια.
Μέσα στα δείγματα ανακαλύφθηκαν γονίδια μικροβίων τα οποία σχετίζονται με βακτήρια που παράγουν μεθάνιο, καθώς και γονίδια που συμμετέχουν στο μεταβολισμό του υδρογόνου και του θείου.
Προκειμένου να βεβαιωθούν ότι τα δείγματα δεν θα μολύνονταν από μικρόβια που είχαν προσκολληθεί στο γεωτρύπανο, οι ερευνητές φρόντισαν να προσθέσουν στο υγρό του γεωτρύπανου συγκεκριμένες χημικές ουσίες. Οι ουσίες αυτές βρέθηκαν στο εξωτερικό των δειγμάτων, όχι όμως στο εσωτερικό τους, ένδειξη ότι δεν είχε υπάρξει επιμόλυνση.
Επιπλέον, οι ερευνητές απέδειξαν ότι το DNA που εντόπισαν προέρχεται από ζωντανούς οργανισμούς και όχι από απολιθώματα: τα βακτήρια αναπτύχθηκαν στο εργαστήριο όταν καλλιεργήθηκαν σε αναερόβιες συνθήκες στο Διαδίκτυο.
Οι αναλύσεις υποδεικνύουν ότι η βασική πηγή ενέργειας για αυτό το υπόγειο οικοσύστημα προέρχεται από το υδρογόνο, το οποίο παράγεται κατά την αντίδραση των πετρωμάτων με νερό που περνάει μέσα από ρωγμές του φλοιού.
Οι έρευνες θα συνεχιστούν τώρα σε άλλες περιοχές του κόσμου προκειμένου να εκτιμηθεί πόση είναι η συνολική βιομάζα αυτού του αθέατου, σχεδόν εξωγήινου κόσμου.