Ο Ηλίας Βροχίδης, Θεσσαλονικιός την καταγωγή και πολίτης του κόσμου, πλέον, συστήνεται επίσης σαν «Τρελός Νομάς» (Mad Nomad) και όχι άδικα – το να περιπλανιέσαι στην Αφρική επί τρία χρόνια (2013-2016) με μια μηχανή μικρού κυβισμού, μόνος τον περισσότερο καιρό, δεν το λες και «παιχνιδάκι»

Ένα τέτοιο εγχείρημα άξιζε σίγουρα να καταγραφεί, όπως κι έγινε: Το Ταξιδεύω, άρα Υπάρχω (εκδόσεις iWrite, Μάρτιος 2018), το «επικό» τριετές ταξιδιωτικό χρονικό του στη Μαύρη Ήπειρο με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό έρχεται να συμπληρώσει, τρόπον τινά, το 27 Πανσέληνοι στην Ανατολή (εκδ. Όραμα 2011) που ο 34χρονος σήμερα Ηλίας είχε συγγράψει ύστερα από ένα αντίστοιχο ταξίδι 27 μηνών στην Ασία, κάτι που επίσης φάνταζε ακατόρθωτο με μηχανή μικρού κυβισμού.

Όμως η πεισματική του θέληση να εξερευνήσει τον κόσμο αλλά και τον εαυτό του, καθώς λέει, μέσα από αυτόν με έναν τρόπο «αλήτικο», παράτολμο κι όσο γίνεται συνειδητό ήταν και παραμένει αρκετά ισχυρή ώστε να μην υπολογίζει μεγέθη, αποστάσεις ή βαθμό δυσκολίας στο κυνήγι της έκπληξης, της γνώσης και της περιπέτειας.
Παρότι δε λάτρης «του βουνού», έχει επίσης επαγγελματικές επιδόσεις στην ιστιοπλοϊα αλλά και στην πληροφορική, την οποία όμως εγκατέλειψε οριστικά. Δεν ήθελε, λέει, να περάσει την υπόλοιπη ζωή του κοιτώντας μια οθόνη ενώ υπάρχουν τόσοι ανοιχτοί ορίζοντες εκεί έξω. Δεν είναι καν ότι του περισσεύουν, δουλεύει από πιτσιρικάς, ζει λιτά και αυτοχρηματοδοτεί τα ταξίδια του – οι χορηγοί που πλέον έχει, συμβάλλουν στον εξοπλισμό.
Πέτυχα το εν λόγω «αλάνι» σε ένα σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα και με ταξίδεψε κανονικά με τις διηγήσεις του και το καθαρό, φιλοσοφημένο βλέμμα του στα πράγματα.
Είπαμε για τα ταξίδια και τα βιβλία του, την ιστοσελίδα που διατηρεί (madnomad.gr), για ιδιαίτερους τόπους και λαούς που συνάντησε, για τη χαρά της ζωής και τις αξίες των απλών ανθρώπων, για την τεράστια ντόπια και ξένη εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά, για τον ελληνικό φούρνο στην είσοδο της πρωτεύουσας του Καμερούν και τον απίθανο εκείνον συνοριοφύλακα στη Γουϊνέα-Μπισάου που είχε να λέει για τους Έλληνες πρωθυπουργούς της κρίσης, «μέχρι και για τον Λουκά Παπαδήμο!».
Επόμενη μεγάλη του φιλοδοξία, να διασχίσει την αμερικανική ήπειρο από την Αλάσκα ίσαμε τη Γη του Πυρός. 
 — Ήταν όντως «υπαρξιακός» ο λόγος που ξεκίνησες τα μεγάλα ταξίδια, όπως υπονοεί κι ο τίτλος; Αν ναι, νιώθεις ότι δικαιώθηκες;
Έτσι ακριβώς. Ήδη από τα εφηβικά μου χρόνια λαχταρούσα να γνωρίσω τον κόσμο αλλά και τον εαυτό μου μέσα από την εμπειρία αυτή. Τα μοναχικά ταξίδια είναι βέβαια δυσκολότερα, συχνά όμως πιο συναρπαστικά. Δεν έχεις κανένα στήριγμα αλλά ταυτόχρονα ούτε και λογαριασμό να δώσεις πουθενά, είσαι οπότε απολύτως ελεύθερος να κάνεις ό,τι σου κατέβει!
— Πόσα χιλιόμετρα έχεις «φάει» ως τώρα;
Το κοντέρ μου έγραψε 73.000 χλμ. στο πρώτο μου μεγάλο ταξίδι στην Ασία (Απρίλιος ’07-Ιούλιος ’09) και 96.000 χλμ. στο δεύτερο, αυτό στην Αφρική που ήταν και η αφορμή του τελευταίου μου βιβλίου.
Αν προσθέσω τα μικρότερα σε Ελλάδα, Βαλκάνια, Ιταλία, Μέση Ανατολή (περιλαμβάνονται επίσης στο εν λόγω βιβλίο), σίγουρα ξεπερνάω τα 200.000 χλμ!
Αν έγινα πιο συνειδητός άνθρωπος ύστερα από όλα αυτά; Σίγουρα, σε πολλά επίπεδα. Ο κόσμος όταν τον περιηγείσαι σε πρώτο πρόσωπο είναι, ξέρεις, πολύ διαφορετικός από αυτόν που συνήθως παρουσιάζουν τα ΜΜΕ.
— Πέρα από τα φυσικά τοπία και τα αξιοθέατα, τι εκτίμησες περισσότερο στην Ασία και τι στην Αφρική;
Η φιλοξενία των ανθρώπων και η καρτερία τους ήταν αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στην Ασία που είναι γεμάτη ενδιαφέρουσες παραστάσεις, κουλτούρες και πολιτισμούς.
Η Αφρική, ιδίως νότια της Σαχάρας, είναι γενικά λιγότερο φιλόξενη και οι άνθρωποι εκεί πιο τραχείς, είναι όμως η ήπειρος που κατ’ εξοχήν προσφέρεται για αυθεντική, οριακή περιπέτεια, σε σαγηνεύει πραγματικά! Εννοείται ότι αποφεύγεις τις επικίνδυνες περιοχές, έχεις μελετήσει από πριν τη διαδρομή σου. Το πιο ζόρικο κομμάτι της είναι το κεντροδυτικό, το νότιο και το ανατολικό είναι πιο βατά.
— Είναι πάντως εντυπωσιακό ότι έχεις γυρίσει τη μισή Υδρόγειο με μια μοτοσικλέτα και μάλιστα μικρού κυβισμού, μια Honda XR 250S. Γιατί δεν προτίμησες μια μηχανή δρόμου ή ένα 4×4;
Αρχικά σκόπευα όντως να κάνω την «αποκοτιά» με ένα 4×4, στα 18 μου μάλιστα πήρα ένα μεταχειρισμένο και το «έφτιαχνα». Στην πορεία εντούτοις είδα ότι δεν με έπαιρνε οικονομικά ούτε να το ολοκληρώσω, ούτε να ταξιδέψω με αυτό πριν περάσουν κάποια χρόνια αφού τα έξοδα κίνησης και συντήρησης είναι σαφώς περισσότερα για τέτοια οχήματα, έπειτα εγώ ήθελα να ξεκινήσω «χτες»!
Με τις μοτοσικλέτες ήμουν εξοικειωμένος από παιδί γιατί οδηγούσε ο πατέρας μου – μια Honda VFR 400 -, περισσότερο βέβαια θεωρητικά γιατί οι δικοί μου, όπως όλοι οι παραδοσιακοί Έλληνες γονείς, μου είχαν εμφυσήσει την ιδέα ότι είναι κάτι πολύ επικίνδυνο που θέλει μεγάλη προσοχή. Με τα πολλά μού «επέτρεψαν» να αποκτήσω μια Africa Twin 750 με την οποία σκόπευα να πάω οδικώς Ισπανία για αρχή.
Συνειδητοποίησα όμως ότι οι μηχανές δρόμου δεν ενδείκνυνται για ανώμαλα εδάφη και ειδικές διαδρομές σαν αυτές που προτιμούσα. Ύστερα οπότε κι από το σχετικό ψάξιμο κατέληξα στη 250άρα και να που δεν με απογοήτευσε, παρότι οι περισσότεροι φίλοι, γνωστοί και συγγενείς με απόπαιρναν, επιμένοντας ότι δεν θα τα κατάφερνα ποτέ να πάω μακριά με ένα τέτοιο μέσο, δεν ήμουν καν τόσο έμπειρος…
— Όμως εσύ έκανες τελικά του κεφαλιού σου κι αντί για την Ιβηρική χερσόνησο πήρες καταρχήν τον «Δρόμο της Ανατολής».
Πράγματι, ξεκίνησα από Θεσσαλονίκη, πέρασα Τουρκία κι έφτασα μέχρι Ινδία και Νεπάλ έχοντας πριν διασχίσει Νότιο Καύκασο, Ιράν και κεντρική Ασία – δεκατέσσερις χώρες συνολικά!
Στην Κίνα δεν μπήκα καθώς εκεί απαγορεύεται να οδηγεί ένας ξένος επισκέπτης μηχανοκίνητο όχημα χωρίς ντόπιο συνοδό/ξεναγό, του οποίου κιόλας υποχρεούσαι να καλύψεις αμοιβή, διατροφή κι έξοδα κίνησης. Δεν μπορείς, επιπλέον, να ταξιδέψεις οπουδήποτε έστω κι έτσι, υπάρχουν περιορισμοί.
Στην οροφή αυτού του κατάμεστου τρένου στο Νεπάλ, έπρεπε να ανεβώ κι εγώ.
— Πόσο «δοκιμάζει» μια σχέση ένα πολύμηνο ταξίδι στο άγνωστο υπό σκληρές συνθήκες όπως αυτό που έκανες με τη Χριστίνα Πεφάνη, την τότε σύντροφό σου στο πρώτο κομμάτι της περιπλάνησής σου στην Αφρική;
Σίγουρα έρχεσαι πολύ κοντύτερα με τον άλλο, τα συναισθήματα οπότε είναι εντονότερα, είτε καλά είτε κακά. Ζοριστήκαμε κάποιες φορές, ταυτόχρονα όμως αλληλοσυμπληρωνόμασταν: εγώ ήμουν επί της διαδρομής και των μηχανολογικών, εκείνη αναλάμβανε τα γραφειοκρατικά και τις διαπραγματεύσεις με τους μπάτσους και γενικότερα τους ένστολους που συχνά σε τέτοια μέρη, όντας και οι ίδιοι φτωχοί ή απλώς πονηροί, κοιτάνε πώς να σου δυσκολέψουν τη ζωή ώστε να εκμαιεύσουν κάποιο μπαξίσι.
Αυτό βέβαια μπορεί να σου συμβεί και στην Ασία, όμως εκεί δεν είναι συνήθως τόσο απότομοι και φορτικοί ενώ και το «λάδωμα» στοιχίζει αρκετά φτηνότερα.
Η βοήθεια της Χριστίνας όσο ταξιδέψαμε μαζί (με δύο όμοιες μηχανές και σύστημα ενδοσυνεννόησης) ήταν πάντως ανεκτίμητη, γι΄αυτό και της αφιέρωσα το βιβλίο.
— Ταξίδεψες είδα Αφρική με φουλ τεχνολογικό εξοπλισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προήλθε από χορηγίες. Πόσο εύκολο ήταν να πείσεις τους χορηγους για την επιτυχία του εγχειρήματος;

Το μεγάλο «μανίκι» ήταν να βρω χορηγίες για το πρώτο μεγάλο ταξίδι στην Ασία εφόσον δεν με ήξερε κανείς, ούτε πίστευαν ότι θα την πάλευα με τέτοια μοτοσικλέτα ακόμα και οι σχετικοί – εντέλει εξασφάλισα μόνο κάποιες μικρές εκπτώσεις.
Στην περίπτωση της Αφρικής ήταν αρκετά ευκολότερο γιατί ήδη υπήρχε το προηγούμενο αυτό, το βιβλίο που είχα γράψει, κάποια δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, το site… το ταξίδι βέβαια καθαυτό το χρηματοδότησα μόνος.
— Και πόσο περίπου σου στοίχισε συνολικά;
Στην Αφρική όπου έμεινα κάπου τρία χρόνια, ξόδευα μέσο όρο 408 Ευρώ το μήνα – ένα μέρος από αυτά μάλιστα τα έβγαλα δουλεύοντας για λίγο καιρό σε εστιατόριο της ελληνικής παροικίας στο Λουμπούμπασι (ΛΔ Κονγκό). Είναι αρκετά ακριβότερη συγκριτικά με την Ασία όπου το αντίστοιχο κόστος ήταν στα 354 Ευρώ.
Αφενός στο μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής εισάγονται σχεδόν τα πάντα, ακόμα και σε χώρες με αφθονία πρώτων υλών, τα κέρδη από την εκμετάλλευση των οποίων νέμονται μια κλίκα ξένων πολυεθνικών και ντόπιων αξιωματούχων. Αφετέρου είναι ακριβότερες οι βίζες (χρειάστηκα κάπου 1200 Ευρώ για 22 θεωρήσεις), οι βενζίνες καθώς και τα μπαξίσια που λέγαμε.
Τα μεγευτικά οροπέδια της Κεντρικής Ασίας.
—Πρόσεξα ότι εστιάζεις ιδιαίτερα στην κουλτούρα και στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση των τόπων που επισκέπτεσαι.
Ναι γιατί με ενδιαφέρει πολύ ο παράγοντας άνθρωπος, τον οποίο πολλά ταξιδιωτικά ρεπορτάζ αφήνουν σε δεύτερη μοίρα. Έτσι όμως δεν αλληλεπιδράς και δεν προχωράς ούτε στη γνώση, ούτε στην αυτογνωσία. Με κεντρίζουν επίσης τα εθνολογικά και λαογραφικά στοιχεία, οι παραδόσεις αλλά και η καθημερινότητά τους στη χαρά και τη λύπη.
— Σε φαντάζομαι στην Αφρική σαν τη μύγα μες το γάλα, παρότι είσαι αρκετά μελαχρινός. Πώς άραγε είναι να νιώθεις ξαφνικά «λευκή μειονότητα»;
Χα, μα όσο «σκούρος» κι αν είσαι, για τους Αφρικανούς παραμένεις ένας ακόμα λευκός! Κι εμείς άλλωστε «μαύρους» τους βλέπουμε όλους. Ακόμα ξέρεις κι αν έχεις όλη την καλή διάθεση και δεν είσαι ούτε κατά διάνοια ρατσιστής, δεν σε αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις.
Δύσκολα αλληλεπιδράς, δύσκολα κάνεις «παρεάκι» μαζί τους, που λέμε, κάτι ευκολότερο με τους Ασιάτες. Οι Αφρικανοί τους λευκούς είτε τους αντιπαθούν λόγω αποικιοκρατίας και δουλεμπορίου είτε τους βάζουν αυτόματα ένα σκαλοπάτι παραπάνω γιατί τους έχει γίνει βίωμα η διάκριση.
— Η Ελλάδα πόσο γνωστή είναι στα βάθη της Αφρικής; Τον Έλληνα πώς τον αντιμετωπίζουν;
Εξαρτάται – σε αρκετά μέρη υπάρχουν ελληνικές κοινότητες από παλιά, οι μορφωμένοι Αφρικανοί γνωρίζουν μερικά πράγματα, υπάρχουν πάλι περιοχές που τους είμαστε εντελώς άγνωστοι.
Το πιο απίστευτο σκηνικό ήταν ένας συνοριοφύλακας στα όρια Σενεγάλης-Γουϊνέας Μπισάου που μου έπιασε κουβέντα για την ελληνική κρίση παραθέτοντάς μου στοιχεία, ονόματα πρωθυπουργών κ.λπ. – μέχρι τον Λουκά Παπαδήμο ήξερε ο τύπος!
Θυμάμαι έπειτα πόσο εξεπλάγην όταν μπαίνοντας στην Γιαουντέ, πρωτεύουσα του Καμερούν, αντίκρισα έναν φούρνο ονόματι Acropol – τον είχαν πατριώτες με καταγωγή από τη Ρόδο, όπως δε έμαθα στην πορεία, πολλοί Έλληνες της Αφρικής διατηρούν φούρνους.
Γενικά είμαστε πιο αποδεκτοί από τους Αφρικανούς καθότι δεν υπήρξαμε αποικιοκράτες – μολονότι κάποιοι μεγαλογαιοκτήμονες συμπεριφέρθηκαν σαν τέτοιοι – δεν παύουμε όμως όπως είπα να είμαστε λευκοί και φτωχοί μαύροι υπάρχουν πάρα πολλοί στην Αφρική, φτωχοί λευκοί όμως, ελάχιστοι.
— Συνέβη κάποια στιγμή να «τα χρειάστηκες» πραγματικά;
Ευτυχώς όχι, μόνο μια ελαφριά ελονοσία φτάνοντας στη Σενεγάλη με ταλαιπώρησε κάπως. Είχα βέβαια κάνει τα σχετικά εμβόλια ενώ προσπαθώ πάντα να τρώω ό,τι και οι ντόπιοι ώστε να συνηθίζει ο οργανισμός μου, μέχρι νερό τρεχούμενο πίνω όταν ξέρω ότι μπορώ – ξέρεις, η υπερβολική φροντίδα για υγιεινή και αποστείρωση μπορεί να σε κάνει πιο ευάλωτο.
Ο Ηλίας Βροχίδης και η Χριστίνα Πεφάνη ταξιδεύουν μαζί επί δέκα μήνες στη Δυτική και Κεντρική Αφρική.
— Από όσα μέρη έχεις γυρίσει, πού ευχαρίστως θα επέστρεφες και πού δεν θα ξαναπατούσες; Πού έπειτα θα καταστάλαζες, αν είχες την επιλογή;
Κοίτα, θα ήθελα σίγουρα να ξαναεπισκεφτώ χώρες όπως το Ιράν και το Νεπάλ στην Ασία, τη Μοζαμβίκη και τη Γουϊνέα στην Αφρική που μαζί με το Σουδάν ήταν από τις πιο όμορφες αλλά και φιλόξενες χώρες εκεί. Δεν θα επέστρεφα επ’ ουδενί Νιγηρία, ας πούμε, πολλή ταλαιπωρία και δεν ξέρεις από πού να φυλαχτείς – μισή ώρα αφότου μπήκαμε στη χώρα μας κλέψανε, όχι κακοποιοί αλλά μπάτσοι και δεν ήταν η μόνη φορά. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, την απάντηση στην έχω έτοιμη: όντας και λάτρης των βουνών, στα ινδικά Ιμαλαϊα!
Ο ιταλικός αέρας σε σπίτι της Πλάκας
— Αγαπάς τα βουνά, σου αρέσει όμως και η θάλασσα αφού έχεις ασχοληθεί και επαγγελματικά με την ιστιοπλοϊα… έχεις άραγε σκεφτεί να το γυρίσεις στις «εν πλω» περιηγήσεις; Επίσης, πού σκοπεύεις να πας φέτος διακοπές;
Κοίτα, ένα μακρύ ταξίδι με σκάφος θα ήταν συναρπαστικό, δε λέω, όμως αφενός το κόστος είναι απαγορευτικό, αφετέρου προτιμώ τις περιπλανήσεις στη στεριά!
Διακοπές πάλι τα τελευταία χρόνια δεν πάω γιατί καταρχήν δεν τις χρειάζομαι με τον τρόπο ζωής που πλέον ακολουθώ – τα καλοκαίρια προτιμώ να δουλεύω ώστε να έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο αλλά και χρήματα τον χειμώνα, που είναι η καλύτερη εποχή για ταξίδια σαν αυτά που επιδιώκω.